δεξιόστροφος

δεξιόστροφος
Αυτός που στρέφει ή στρέφεται προς τα δεξιά. (Ζωολ.) Όστρακο των γαστερόποδων, στο οποίο η περιέλιξη γίνεται από τα αριστερά προς τα δεξιά. Για να διαπιστωθεί η φορά της περιέλιξης τοποθετείται το όστρακο με την κορυφή προς τα πάνω και το στόμα προς τα κάτω και, αν το στόμα βρίσκεται προς τα δεξιά, τότε το όστρακο είναι δ., αν είναι προς τα αριστερά, αριστερόστροφο. Τα περισσότερα όστρακα των γαστερόποδων είναι δ. (Φυσ.) Με τον όρο δ. χαρακτηρίζεται στη φυσική ό,τι μπορεί να στρέψει το επίπεδο πόλωσης του πολωμένου φωτός προς τα δεξιά, έτσι ώστε όταν κοιτάζουμε προς τη διεύθυνση από την οποία έρχεται το φως, η περιστροφή του επιπέδου πόλωσης να γίνεται κατά τη φορά των δεικτών του ρολογιού.
* * *
δεξιόστροφος, -η, -ο
1. αυτός που στρέφει ή στρέφεται προς τα δεξιά («δεξιόστροφη γραφίδα»)
2. χημ. δεξιόστροφη
ένωση η οποία προκαλεί κάποια απόκλιση προς τα δεξιά τού επιπέδου τού φωτός που διέρχεται απ' αυτήν
3. ζωολ. δεξιόστροφα, τα
κατηγορία Μαλακίων και Μαλακόστρακων τών οποίων η κόγχη έχει περιελίξεις που προχωρούν προς τα δεξιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + -στρόφος < στρέφω. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Βασίλειο Λάκωνα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… …   Dictionary of Greek

  • λυσίνη — η 1. (ανοσολ.) αντίσωμα ή κάθε άλλη ουσία που έχει την ιδιότητα να διαλύει ένα κύτταρο 2. (βιοχ.) αμινοξύ τού οποίου ο δεξιόστροφος αντίποδας L λυσίνη αποτελεί σημαντικό συστατικό τών πρωτεϊνών και είναι ένα από τα απαραίτητα αμινοξέα για τα… …   Dictionary of Greek

  • μαννιτόλη — η (βιοχ.) πολυαλκοόλη τής οποίας ο δεξιόστροφος αντίποδας, δηλαδή η D μανιτόλη, απαντά σε πολλά φυτά και ιδίως στο μάννα, από όπου προέρχεται και η ονομασία της …   Dictionary of Greek

  • σαβινόλη — η, Ν χημ. δικυκλική οργανική ένωση, μονοτερπενική μονοσθενής αλκοόλη που απαντά με τη μορφή δύο οπτικών αντιπόδων της, από τους οποίους ο δεξιόστροφος αποτελεί συστατικό τού αιθέριου ελαίου τής σαβίνας …   Dictionary of Greek

  • χώρος — Για τη στοιχειώδη γεωμετρία, χ. είναι μια αυτονόητη έννοια και αποτελείται από το περιβάλλον μέσα στο οποίο είναι δυνατόν να τοποθετηθούν νοερά τα άλλα, επίσης αυτονόητα, γεωμετρικά στοιχεία: σημεία, ευθείες, επίπεδα. Τα σύγχρονα όμως μαθηματικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”